Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απροσάρμοστη
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσάρμοστη [aprosármosti] η, (L)
  • woman maladjusted or unadaptable to society, female misfit:
    • η ποίηση της M. μας δίνει το διάγραμμα για να παρακολουθήσουμε όλη την κλίμακα των μεταπτώσεων μιας απροσάρμοστης (TAthanasiadis)

[substantiv. f of απροσάρμοστος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go