Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απροκατάληπτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απροκατάληπτα [aprokatálipta] adv (L)
  • without preconceived notions, in an unprejudiced manner, impartially (near-syn αμερόληπτα):
    • σκέφτεται, συζητά ~ |
    • ατενίζω όλες τις απόψεις ψύχραιμα και ~ (Thrylos, adapted) |
    • να δεχτούμε ~ και πρόθυμα, ό,τι πόρισμα βγει από την έρευνά μας αυτή (Lambridi) |
    • βλέπουμε σήμερα με καθαρότερο μάτι, πιο ~, την ιστορική πραγματικότητα (Terzakis)

[der of απροκατάληπτος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go