Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απροετοίμαστα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απροετοίμαστα [aproetímasta] adv
  • without preparation or planning, off-hand, impromptu:
    • μιλώ ~ |
    • ~ πετυχαίνουν καλύτερα οι εκδρομές |
    • τη στιγμή που φυσικά κι ~, κάθησες στην καρεκλίτσα εδώ, σα να το μάντεψες πως σε πρόσμενε η ψυχή μου (Psichari) |
    • πόσο απροσδόκητα, ~ .. μου ξεμύτισε το γράμμα σου ανάμεσα από κάποια άλλα έντυπα (Palam) |
    • η πυρκαγιά της Kύπρου ξεσπάζει όχι ~, όχι σαν αιφνιδιασμός (Terzakis) |
    • poem ξαφνικά κι όλως διόλου ~, | παραμερίζει στα κουφώματα το σκοτάδι .. (Papatsonis)

[der of απροετοίμαστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go