Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροετοίμαστα [aproetímasta] adv
- without preparation or planning, off-hand, impromptu:
- μιλώ ~ |
- ~ πετυχαίνουν καλύτερα οι εκδρομές |
- τη στιγμή που φυσικά κι ~, κάθησες στην καρεκλίτσα εδώ, σα να το μάντεψες πως σε πρόσμενε η ψυχή μου (Psichari) |
- πόσο απροσδόκητα, ~ .. μου ξεμύτισε το γράμμα σου ανάμεσα από κάποια άλλα έντυπα (Palam) |
- η πυρκαγιά της Kύπρου ξεσπάζει όχι ~, όχι σαν αιφνιδιασμός (Terzakis) |
- poem ξαφνικά κι όλως διόλου ~, | παραμερίζει στα κουφώματα το σκοτάδι .. (Papatsonis)
[der of απροετοίμαστος]
- without preparation or planning, off-hand, impromptu:



