Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρογραμμάτιστος -η -ο [aproγramátistos] Ε5 : ANT προγραμματισμένος. 1α. για κτ. που έγινε χωρίς να το έχουν προγραμματίσει, που είναι εκτός προγράμματος: H εμφάνιση του χορευτικού συγκροτήματος / η επίσκεψη στα μουσεία ήταν απρογραμμάτιστη. β. για κτ. που δεν το έχουν προγραμματίσει, καταρτίσει ή οργανώσει σωστά: H απρογραμμάτιστη ανάπτυξη της πόλης οδήγησε σε κυκλοφοριακό χάος. ~ σχεδιασμός. 2. για κπ. που ενεργεί χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συντονισμό και σωστή ιεράρχηση των δραστηριοτήτων του.
απρογραμμάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 προγραμματισ- (προγραμματίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρογραμμάτιστος, -η, -ο [aproγramátistos]
- unplanned, unpremeditated, unscheduled (syn απροσχεδίαστος):
- ~ παρεμβατισμός |
- απρογραμμάτιστη διάλεξη |
- οι απρογραμμάτιστοι πρόσφυγες των περιστάσεων |
- έγινε μια δεύτερη απρογραμμάτιστη συνάντηση των δύο υπουργών των εξωτερικών |
- μια απρογραμμάτιστη ανακάλυψη ήταν ότι η πενικιλλαμίνη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά της ρευματοειδούς αρθρίτιδας |
- μια απρογραμμάτιστη, ασυντόνιστη εκτέλεση έργων (Angelop) |
- θα ήταν καλύτερο να ζω ανέμελη, απρογραμμάτιστη, άταχτη ζωή (Panagiotop) |
- στο δεύτερο λογοτεχνικό βιβλίο του Θεοτοκά .. ο λόγος του είναι πιο ελεύθερος, πιο ~ (Charis) |
- εκείνο που αδιάλλακτα μας βρίσκει αντιμέτωπους, μονάχα, είναι η απρογραμμάτιστη και άσκοπη σπατάλη (Psathas) |
- υπάρχουν πόλεις που την ομορφιά τους τη χρωστάν .. σ' ένα άθροισμα τυχαίων και απρογραμμάτιστων πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών κατορθωμάτων (Karantonis)
[fr kath (neol) απρογραμμάτιστος, cpd w. *προγραμματιστός]
- unplanned, unpremeditated, unscheduled (syn απροσχεδίαστος):



