Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απρογραμμάτιστα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απρογραμμάτιστα [aproγramátista] adv
  • without prior planning (syn απροσχεδίαστα, syn phr χωρίς προγραμματισμό):
    • ο Mακάριος ήρθε ~ στην Aθήνα |
    • αν θεμελιωθεί γερή οργάνωση .. τότε η συντακτική επιτροπή θα μπορέσει να παρουσιάζει περισσότερη δημιουργική δουλειά από όση έχει γίνει ως τώρα σποραδικά κι ~ (Christidis AK) |
    • τα μέτρα που ελήφθησαν, συχνά καθυστερημένα, ~ και ασυντόνιστα, δεν μπόρεσαν .. να οδηγήσουν σε βασικές οικονομικο-κοινωνικές αλλαγές (Angelop) |
    • η κατανομή της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος αρκεί για να δείξει το πόσο ~ και αμελέτητα γίνονται όλα (id., adapted)

[der of απρογραμμάτιστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go