Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρεπώς [aprepós] adv S απρεπέστατα (L)
- indecently, improperly, indecorously, unbecomingly, unsuitably (syn in άπρεπα):
- της ρίχτηκε απρεπέστατα στο δρόμο |
- ημερόνυχτα ολόκληρα οι βουλευτές .. εκστομούν χυδαίες εκφράσεις, χειρονομούν απρεπέστατα (Kyriakidis)
[fr kath απρεπώς ← MG απρεπώς ← PatrG, K, AG ἀπρεπῶς]
- indecently, improperly, indecorously, unbecomingly, unsuitably (syn in άπρεπα):



