Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απρεπώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απρεπώς [aprepós] adv S απρεπέστατα (L)
  • indecently, improperly, indecorously, unbecomingly, unsuitably (syn in άπρεπα):
    • της ρίχτηκε απρεπέστατα στο δρόμο |
    • ημερόνυχτα ολόκληρα οι βουλευτές .. εκστομούν χυδαίες εκφράσεις, χειρονομούν απρεπέστατα (Kyriakidis)

[fr kath απρεπώς ← MG απρεπώς ← PatrG, K, AG ἀπρεπῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go