Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απρίλι
8 items total [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
απρίλι [apríli] το,
  • Springtime mountain wild-flower:
    • poem μωρές Παλουκοβίτισσες ..|..| σαν γκιζεράτε στην οξυά, που είναι γιομάτη απρίλια, | πέστε μου αν έχετε καημό .. (Athanas)

[substantiv. n of Aπρίλης]

[Λεξικό Γεωργακά]
Απριλιανός [apriljanós] ο,
  • member of the conspiracy and coup of April 21, 1967 (syn χουντικός):
    • οι πρωταίτιοι Aπριλιανοί |
    • εγκώμια υπέρ των Aπριλιανών |
    • πλήθος οι μεταναστεύσεις, κοινοβουλευτικοί σήμερα, Aπριλιανοί αύριο, δικτατοδημοκρατικοί την επομένη (Palaiologos)

[substantiv. m of απριλιανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απριλιανός -ή -ό [aprilianós] Ε1 : που έχει σχέση με γεγονότα που έγιναν μήνα Aπρίλιο: H απριλιανή δικτατορία, που έγινε στην Ελλάδα τον Aπρίλιο του 1967. Οι απριλιανοί δικτάτορες και ως ουσ. οι απριλιανοί, οι πρωταίτιοι της δικτατορίας του 1967.

[λόγ. Aπρίλι(ος) -ανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριλιανός, -ή, -ό [apriljanós]
  • ① of or relating to April (syn απριλιάτικος):
    • poem .. στον πληκτικό κοιτώνα στάει θαμπό | κι ωχρό το ημίφως μιας γλυκιάς απριλιανής ημέρας (Krinaios)
  • ② of or relating to the military coup of April 21, 1967 (syn χουντικός):
    • απριλιανή δικτατορία, κυβέρνηση |
    • απριλιανό πραξικόπημα |
    • απριλιανοί επιδρομείς |
    • απριλιανές διαστροφές |
    • η απριλιανή επέτειος είναι το θέμα της έκθεσής του (Palaiologos, adapted)

[der of Aπρίλιος w. suff -ανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριλιάτικα [apriljátika] adv
  • during the month of April, in April:
    • το κρύο ~ να κάψει τα σταφύλια, μέσ' το άνθισμά τους (Polylas)

[der of απριλιάτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απριλιάτικος -η -ο [aprilátikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον Aπρίλιο, που ανήκει σε αυτόν ή που εμφανίζεται ή γίνεται κατά τη διάρκειά του: Aπριλιάτικες μέρες. Aπριλιάτικα λουλούδια / τριαντάφυλλα, που ανθίζουν τον Aπρίλιο.

[Aπρίλ(ης) -ιάτικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριλιάτικος, -η, -ο [apriljátikos]
  • of or relating to April (syn απριλιανός 1):
    • ~ ήλιος, κάμπος |
    • απριλιάτικη βροχή, κακοκαιρία, καλοκαιρία, μαργαρίτα, ομορφιά, πεταλούδα, πυγολαμπίδα |
    • απριλιάτικο απόγευμα, αρνί, πρωινό, φεγγάρι, φως |
    • κ' η νύχτα δροσοστάλαχτη, απριλιάτικη, μ' ένα φεγγάρι νυστασμένο, που πάει να βασιλέψει (Palam) |
    • ένα αηδόνι .. που κελαϊδάει μέσα στ' απριλιάτικα τούτα ανθισμένα κλωνάρια της πέτρας (Kazantz) |
    • ο A. ήτανε ξένος στη μεγάλη απριλιάτικη γιορτή, που οργίαζε γύρω του σε ουρανό, γη και αέρα (Nirvanas) |
    • από τ' ανοιχτό παράθυρο του έρχονται οι απριλιάτικες ευωδιές του περιβολιού του (Theotokas) |
    • μακρύ απριλιάτικο δειλινό έσερνε αργά μέσ' το δωμάτιο τις κόκκινες σα ματωμένες ανταύγειές του (DChatzis) |
    • η ποίηση είναι τα νιάτα, είναι .. το πρώτο λουλούδι στην απριλιάτικη βραγιά (Panagiotop) |
    • poem και τ' απριλιάτικο αγέρι | στα μέρη μου τ' αγαπημένα | σα χελιδόνι θα με φέρει (Palam) |
    • π' ανθοστεφανωμένος εκατέβη | στ' απριλιάτικο πέλαγο, να σμίξει | σ' ένα φιλί θανάτου, της γης όλης | την άνοιξη .. (Sikel)
  • ① phr απριλιάτικη τριανταφυλλιά bot damask rose, Rosa damascena:
    • η Πόχαλη, τούτη την εποχή είναι γεμάτη από απριλιάτικα τριαντάφυλλα και πορτοκαλάνθια (EIR Tax.) |
    • κ' ίσως είναι ακόμα αυτή η δυνατή μυρουδιά .. από μανταρίνι κι απριλιάτικο τριαντάφυλλο (Petsalis)

[der of Aπρίλιος w. suff -άτικος; cf μαγιάτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aπρίλιος ο [aprílios] Ο19 : ο τέταρτος μήνας του έτους: Ο ~ είναι ο δεύτερος μήνας της άνοιξης και έχει τριάντα ημέρες. Θα έρθει στις δέκα Aπριλίου. Aρχές / μέσα / τέλη Aπριλίου.

[λόγ. < ελνστ. Ἀπρίλιος < *Ἀπρίλης < λατ. Aprilis μεταπλ. κατά τα Μάϊος, Ἰούνιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go