Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απούντο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απούντο, επίρρ.· απόντο.
  • Aκριβώς:
    • (Mπερτολδίνος 158).

[<ιταλ. appunto. O τ. <βεν. aponto. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απούντο [apúndo] adv (sp. also αππούντο)
  • exactly, precisely (syn ακριβώς):
    • είμαστε ~ δέκα μίλια από το λιμάνι |
    • ~ μεσημέρι ήρθε κ' η μοναχική κυρία στο τραπεζάκι της (Kastanakis)

[fr postmed απούντο ← It appunto or fr a punto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go