Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποχρεμπτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχρεμπτικός -ή -ό [apoxremptikós] Ε1 : που διευκολύνει την απόχρεμψη: Aποχρεμπτικό φάρμακο / σιρόπι και ως ουσ. το αποχρεμπτικό.

[λόγ. < αρχ. ἀποχρέμπτ(ομαι) `κάνω απόχρεμψη΄ -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχρεμπτικός, -ή, -ό [apoxremptikós] (L) med
  • expectorant:
    • αποχρεμπτικό φάρμακο expectorant, cough medicine |
    • αποχρεμπτικό ρόφημα

[fr kath αποχρεμπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go