Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχιονισμός ο [apoxionizmós] Ο17 : αφαίρεση συσσωρευμένου χιονιού, καθαρισμός των δρόμων από το χιόνι· εκχιονισμός.
[λόγ. απο- χιον- (χιών δες στο χιόνι) -ισμός μτφρδ. γαλλ. déneigement]



