Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποχαυνωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαυνωμένος, -η, -ο [apoxavnoménos] (L)
  • made torpid or lethargic, debilitated, languid (syn αποκαρωμένος2 1, χαυνωμένος):
    • ~ βόας |
    • ~ από τις καταχρήσεις, τις στερήσεις, την τηλεόραση, την τρυφή |
    • κοιμάται, κοιτάζει ~ |
    • η θωριά του ήτανε αποχαυνωμένη, πλαδαρή (LAkritas) |
    • σήκωναν τον αποχαυνωμένο δεσμώτη απ' τα κρεβάτια των θηλυκών (Karagatsis, adapted) |
    • βάλθηκε να βλέπει κάτω με ύφος αποχαυνωμένο (Theotokas) |
    • θεριστάδες δουλεύουν ακόμη μ' όλη τη ζέστη και μοιάζουν αποχαυνωμένοι (ChZalokostas)

[ppp of αποχαυνώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go