Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφούρνισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποφούρνισμα [apofúrnizma] το, region. (Epir, Pelop)
  • end of the baking process:
    • ήρθε μετά το ~

[der of αποφουρνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες