Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτρεπτικό [apotreptikó] το, (L)
- means of deterrence, deterrent:
- το πιο σίγουρο ~ είναι η καλλιέργεια δημοκρατικής νοοτροπίας στο σώμα των αξιωματικών |
- θα έπρεπε στη χώρα να υπάρχουν πανίσχυρα αποτρεπτικά ενάντια στην πραιτωριανή νοοτροπία
[substantiv. n of αποτρεπτικός]
- means of deterrence, deterrent:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτρεπτικός -ή -ό [apotreptikós] Ε1 : που μπορεί να αποτρέψει ή που έχει ως σκοπό να αποτρέψει κάποιο κακό: Ο λαός χρησιμοποιεί διάφορα αποτρεπτικά μέσα εναντίον των κακοποιών δαιμόνων. “Εξαποδώ” είναι αποτρεπτική ονομασία του σατανά. || ANT προτρεπτικός: Aποτρεπτικά λόγια. Tο “μη” χρησιμοποιείται ως αποτρεπτικό μόριο.
αποτρεπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀποτρεπτικός, αρχ. σημ.: `ικανός να μεταπείσει΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτρεπτικός, -ή, -ό [apotreptikós] (L)
- ① serving to deter or dissuade, deterrent:
- ~ λόγος |
- αποτρεπτική επιταγή, συμβουλή |
- αποτρεπτικό δυναμικό, παράδειγμα |
- κίνηση αποτρεπτική της πολιτικής πολώσεως |
- η υπόθεση της τρομοκρατίας στην πρεσβεία θ' αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα γι' αυτούς, που ενεργούν έτσι |
- το δίκαιο προβαίνει σε μια λειτουργία αποτρεπτική του αδικήματος, προληπτική του ή επανορθωτική του (Despotop) |
- τα επιχειρήματά του σ' αυτή την αποτρεπτική του έκκληση τα παίρνει από τη σφαίρα της ηθικής (Maronitis)
- ② designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτροπαϊκός, αποτρόπαιος 1, αποτροπιαστικός 1):
- ορισμένες λέξεις ασκούν αποτρεπτική ενέργεια |
- δίνουν αποτρεπτικά ονόματα στον διάβολο (π.χ. ο εξαποδώ)
[fr kath αποτρεπτικός ← PatrG ← K, AG]
- ① serving to deter or dissuade, deterrent:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτρεπτικότητα [apotreptikótita] η, (L)
- capacity to deter military aggression, deterrent capability, deterrence:
- οι διαφορές που χωρίζουν τις δυο χώρες καταλήγουν στην αποδυνάμωση της στρατηγικής αποτρεπτικότητας του NATO ενάντια στη ρωσική απειλή
[neol, der of αποτρεπτικός; cf Eng deterrence]
- capacity to deter military aggression, deterrent capability, deterrence:



