Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρίχωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτρίχωση η [apotríxosi] Ο33 : αφαίρεση των τριχών από το σώμα και ειδικότερα από το γυναικείο πρόσωπο ή σώμα, για λόγους αισθητικούς: ~ με ειδικό τσιμπιδάκι / με αποτριχωτικό. Ριζική ~.

[λόγ. < μσν. αποτρίχω(σις) `ξύρισμα του κεφαλιού΄ -ση < αποτρίχ(ω) `ξυρίζω΄ (< απο- τριχ- (δες τρίχα)) -ωσις, σημδ. γαλλ. épilation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρίχωση [apotríxosi] η, (L)
  • ① removal of (body) hair, depilation (syn αποψίλωση):
    • λαβίδα για ~ |
    • αποτελεσματικό μέσο αποτρίχωσης |
    • αιστάνθηκε την ανάγκη να κάνει μια γερή ~ στις γάμπες και στις μασχάλες της (Tsirkas)
  • ② leather industry stripping of hair, graining (syn μάδημα)

[fr kath αποτρίχωσις ← PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες