Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποτολμιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποτολμία η· αποτολμιά· αποτορμία· αποτορμιά.
  • 1) Tόλμη:
    • Άρμα ανδρός εφόρεσεν, αποτολμιάς ζωνάριν (Bέλθ. 928).
  • 2) Tολμηρή ενέργεια, πράξη:
    • (Mαχ. 3709).

[<αποτολμώ + κατάλ. ία. T. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτολμιά [apotolmjá] η,
  • act of daring or courage, courageous venture (syn τόλμη, τόλμημα, near-syn αποκοτιά 1):
    • ποιος το 'πε ότι δεν της αρέσουνε της μοίρας οι μεγάλες οι αποτολμιές; (Petsalis)

[fr MG αποτολμία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go