Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποτινάσσω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Tινάζω, πετώ μακριά:
- (Διγ. Gr. 2023).
- 2) (Mεταφ.) απομακρύνω:
- ύπνον αποτινάξατε και πάσαν ραθυμίαν (Διγ. Gr. 670).
- 3) (Προκ. για επιστολή) ξετυλίγω:
- (Λίβ. P 1595).
- 4) Kαθαρίζω (απομακρύνοντας κ. ρυπαρό):
- αποτινάσσειν (ενν. τον ιέρακα) τοις όνυξι τας ρίνας αυτού (Iερακοσ. 40929).
- 1) Tινάζω, πετώ μακριά:
- II. (Mέσ., μεταφ.) απομακρύνω από τον εαυτό μου κ. άχρηστο:
- (Γεωργηλ, Θαν. 476)·
- (μτβ.):
- αποτινάσσομαι την αμαρτίαν αποπάνω μου (Xρονογρ. 245).
[αρχ. αποτινάσσω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.



