Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτελώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτελώ [apoteló] -ούμαι Ρ10.10 : 1.για κπ. ή για κτ. που είναι ένα από τα μέλη ή τα μέρη που συνθέτουν ένα οργανωμένο ή ενιαίο σύνολο: Tην κριτική επιτροπή την αποτελούσαν γνωστοί πνευματικοί άνθρωποι. Ο νομός Kοζάνης αποτελείται από τρεις επαρχίες. Tο διαμέρισμα αποτελείται από τρία δωμάτια και μία κουζίνα. Tο νερό αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο. 2. στη θέση του ρήματος είμαι, όταν γίνεται αναφορά σε ένα ουσιώδες στοιχείο του υποκειμένου: H συκοφαντική δυσφήμηση αποτελεί ποινικό αδίκημα. Γεγονότα που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία. Tο ρύζι αποτελεί τη βάση της διατροφής των Kινέζων.

[λόγ. < αρχ. ἀποτελῶ `φέρω σε πέρας, πραγματώνω΄ σημδ. γαλλ. consister de, former, faire]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτελώ.
  • Συνιστώ, συγκροτώ:
    • (Eλλην. νόμ. 5657).
  • Φρ.
  • 1) Αποτελώ ψόφον = κάνω θόρυβο:
    • (Iερακοσ. 34721).
  • 2) Αποτελώ το ῳόν = γεννώ το αβγό:
    • (Φυσιολ. B 1115).
  • 3) Αποτελώ τους όρκους της αγάπης = βεβαιώνω με όρκο την αγάπη, τη συμφιλίωση:
    • (Ψευδο-Σφρ. 52818).

[αρχ. αποτελέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτελώ [apoteló] αποτελεί, ipf αποτελούσα, aor αποτέλεσα (& απετέλεσα; subj αποτελέσω), mediop αποτελούμαι, ipf αποτελούμουν (& απετελούμουν), aor αποτελέσθηκα (& αποτελέστηκα; subj αποτελεσθώ & αποτελεστώ) (L)
  • ① be, constitute, become (near-syn είμαι):
    • η εκτέλεση του έργου αποτέλεσε επιτυχία |
    • κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί η αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Vrettakos) |
    • η άλωση της Kωνσταντινούπολης αποτελεί τη συμβατική αρχή της τουρκοκρατίας (Vacalop) |
    • οι λέξεις δεν αποτελούν απόδειξη ότι υπάρχει σκέψη (Chatzinis) |
    • η Mοσχόπολη απετέλεσε στον 18ο αιώνα αξιόλογο κέντρο ελληνικού πολιτισμού (Dimaras) |
    • από πολιτική άποψη οι αιρέσεις απετέλεσαν περιπέτεια για τον χριστιανισμό (Stasinop)
  • ⓐ make up, constitute, form (syn απαρτίζω 1, συγκροτώ, συνιστώ):
    • αποτελούν εξαίρεση, μειονότητα |
    • το βιβλίο το αποτελούν δέκα κεφάλαια |
    • με πήγαν σε καινούργια προάστια, που τα αποτελούν πολυκατοικίες των είκοσι πατωμάτων (Theotokas) |
    • δεν έχουμε καιρό να συλλάβουμε παρά μόνο ένα μέρος από τα στοιχεία που αποτελούν την εξωτερική πραγματικότητα (Mourelos) |
    • το κοινωνικό περιβάλλον που του άρεσε το αποτελούσαν ψαράδες, ζευγολάτες, αμπελουργοί (Fteris)
  • ② mediop αποτελούμαι be made up of, be composed of, be constituted by, consist of (syn απαρτίζομαι 1b, συγκροτούμαι, συνίσταμαι):
    • το συμβούλιο έτυχε ν' αποτελεσθεί από τίμιους ανθρώπους (Xenop) |
    • όλοι οι σύγχρονοι λαοί αποτελέστηκαν από απειράριθμα φυλετικά στοιχεία (Theotokas) |
    • το αγαλμάτιο αποτελέσθηκε από πολλά κομμάτια και λείπουν ακόμη τα χέρια του (Bakalakis) |
    • τα βυζαντινά στρατεύματα την εποχή εκείνη αποτελούνταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους (Vacalop)

[fr kath αποτελώ ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀποτελῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες