Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποταχθείς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποταχθείς [apotaxθís] m adj (L)
  • dismissed, cashiered (syn απότακτος):
    • αποταχθέντες συνταξιούχοι

[fr kath αποταχθείς, aor pp of αποτάσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες