Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποταχθείς [apotaxθís] m adj (L)
- dismissed, cashiered (syn απότακτος):
- αποταχθέντες συνταξιούχοι
[fr kath αποταχθείς, aor pp of αποτάσσω]
- dismissed, cashiered (syn απότακτος):



