Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποταμιευτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποταμιευτικός -ή -ό [apotamieftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποταμίευση, που συντελεί στην αποταμίευση. || (βοτ.) αποταμιευτικές ουσίες, θρεπτικές ουσίες που αποθηκεύονται σε όργανα των φυτών.

[λόγ. αποταμιεύ(ω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποταμιευτικός, -ή, -ό [apotamieftikós] (L)
  • ① of or pertaining to savings:
    • αποταμιευτικές καταθέσεις |
    • αποταμιευτικό κοινό saving public, savers |
    • επικεφαλής της αποταμιευτικής εξορμήσεως η παιδεία και η εκκλησία (Palaiologos) |
    • το οικονομικό πλεόνασμα αποτελείται από τα εγχώρια αποταμιευτικά διαθέσιμα και τα εισαγόμενα κεφάλαια (Angelop)
  • ② biol pertaining to or used for storage:
    • αποταμιευτικές ουσίες storage substances |
    • αποταμιευτικό άμυλο storage starch |
    • αποταμιευτικά όργανα storage organs, storing organs

[fr kath (neol Koumanoudis) αποταμιευτικός, der of αποταμιευτής; cf K ταμιευτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες