Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσχίζομαι [aposxízome] Ρ2.1β (συνήθ. στο αορ. θ.) : για άτομο, για ομάδα ατόμων ή για περιοχή κατοικημένη από ένα ομοιογενές σύνολο ατόμων, που αποχωρίζεται, αποσπάται από ένα ευρύτερο σύνολο: Aποσχίστηκαν τρεις βουλευτές από την κυβερνητική παράταξη. Οι δυτικές επαρχίες απειλούν να αποσχιστούν και να αποτελέσουν ανεξάρτητο κράτος.
[λόγ. < αρχ. ἀποσχίζομαι `αποκόβομαι΄]



