Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσχίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσχίζομαι [aposxízome] Ρ2.1β (συνήθ. στο αορ. θ.) : για άτομο, για ομάδα ατόμων ή για περιοχή κατοικημένη από ένα ομοιογενές σύνολο ατόμων, που αποχωρίζεται, αποσπάται από ένα ευρύτερο σύνολο: Aποσχίστηκαν τρεις βουλευτές από την κυβερνητική παράταξη. Οι δυτικές επαρχίες απειλούν να αποσχιστούν και να αποτελέσουν ανεξάρτητο κράτος.

[λόγ. < αρχ. ἀποσχίζομαι `αποκόβομαι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go