Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυρμένος, -η, -ο [aposirménos] (L)
- withdrawn (fr), retired (syn αποτραβηγμένος2 2b):
- ~ από τα εγκόσμια |
- ~ στη μοναξιά του |
- πέθανε μακριά από την Aθήνα, ~ στο νησί του (Palam) |
- ~ χρόνια από τη θάλασσα, δεν έπαυε να θυμάται τα γαλάζια νερά (Zappas) |
- σε μια του συνέντευξη μας δείχνεται πόσο ~ και μονήρης είναι (Papatsonis)
[fr postmed (Somavera) αποσυρμένος, ppp of αποσύρω]
- withdrawn (fr), retired (syn αποτραβηγμένος2 2b):



