Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσυρμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυρμένος, -η, -ο [aposirménos] (L)
  • withdrawn (fr), retired (syn αποτραβηγμένος2 2b):
    • ~ από τα εγκόσμια |
    • ~ στη μοναξιά του |
    • πέθανε μακριά από την Aθήνα, ~ στο νησί του (Palam) |
    • ~ χρόνια από τη θάλασσα, δεν έπαυε να θυμάται τα γαλάζια νερά (Zappas) |
    • σε μια του συνέντευξη μας δείχνεται πόσο ~ και μονήρης είναι (Papatsonis)

[fr postmed (Somavera) αποσυρμένος, ppp of αποσύρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go