Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυμφορίζω [aposimforízo] pass 3sg αποσυμφορίζεται (L)
- relieve congestion, decongest (syn αποσυμφορώ):
- με την ανισόπεδη διάβαση αποσυμφορίζεται σημαντικά η κυκλοφορία στη διασταύρωση
[neol, der of αποσυμφόρηση]
- relieve congestion, decongest (syn αποσυμφορώ):



