Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστρέφομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστρέφομαι [apostréfome] Ρ αόρ. αποστράφηκα, απαρέμφ. αποστραφεί : απεχθάνομαι, αντιπαθώ κπ. ή κτ., αισθάνομαι αποστροφή για κπ. ή για κτ.: ~ τους υποκριτές / την υποκρισία. Tον ~ αυτόν τον άνθρωπο για τη χυδαιότητά του.

[λόγ. < αρχ. ἀποστρέφομαι `στρέφω το πρόσωπο από κπ.΄ κατά τη σημ. της λ. αποστροφή 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες