Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστράτευση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστράτευση η [apostrátefsi] Ο33 : η ενέργεια του αποστρατεύω. α. απομάκρυνση αξιωματικού ή υπαξιωματικού από την ενεργό υπηρεσία και η συνταξιοδότησή του. β. απόλυση επιστρατευμένων. ANT επιστράτευση.

[λόγ. αποστρατεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστράτευση [apostrátefsi] η, (L)
  • ① act of retiring fr military service, retirement:
    • ~ αξιωματικού
  • ② demobilization (syn phr απόλυση στρατιωτών, απόλυση των επιστρατευθέντων, L αφυπηρέτηση, ant επιστράτευση):
    • έγινε, θα γίνει ~ |
    • σε λίγο δημοσιεύτηκε η ~ |
    • σχέδιο νόμου προβλέπει την ~ των ελεγκτών εναερίου κυκλοφορίας |
    • πρόκειται μονάχα να πάμε στα Γιάννινα και να φροντίσουμε για την ~ (Terzakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποστράτευσις, der of αποστρατεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες