Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποστομωτικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστομωτικά [apostomotiká] adv (L)
  • in an undebatable or irrefutable manner:
    • ο μύθος εμπόδιζε ~ κάθε άλλο τόπο της αρχαιότητας να διεκδικήσει τη γέννηση του Aπόλλωνα (Ouranis) |
    • "γονείς σάς κατηγορούν," είπε ο σύμβουλος ~ (KPapa, adapted) |
    • αφαιρέθηκε για ένα ελάχιστο και πρόσθεσε ~ "μα στη μοναξιά θα σας συντροφεύει η Πρωσία" (TAthanasiadis)

[der of αποστομωτικός; cf kath αποστομωτικώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go