Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποστολάτο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστολάτο [apostoláto] το,
  • aggregate of apostles:
    • όλο το ~ γύρα μου, και νοιώθω ξαφνικά πως έπεσα μέσα σε φλόγες (Kazantz)

[der of αποστολάτον, der απόστολος, w. suff -άτον]

[Λεξικό Κριαρά]
αποστολάτορας ο· αποστειλάτορας.
  • Aπεσταλμένος, αγγελιοφόρος:
    • άξο αποστολάτορα (Eρωτόκρ. B´ 2370).

[<ουσ. αποστολή + κατάλ. άτορας. H λ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστολάτορας [apostolátoras] ο,
  • messenger, herald, envoy (syn αγγελιοφόρος L, αποκρισάρης 1, μαντατοφόρος)

[fr postmed αποστολάτορας, der of αποστολή w. suff -άτορας; cf μαγαζάτορας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go