Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποστεωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστεωμένος, -η, -ο [aposteoménos] (L)
  • ① changed to bone, ossified:
    • poem σαν αποστεωμένα τρόπαια | από κυνήγια κεφαλών ανθρώπων (Konstantinos)
  • ⓐ hardened as if a bone, ossified:
    • συχνά αισθανόμαστε να μας δαχτυλοδειχτούν σαν αποστεωμένα υπολείμματα μιας προκατακλυσμιαίας περιόδου (Thrylos) |
    • η παλιά μεγαλόπολη είχε καταντήσει ένας ξηρός και ~ λιθοσωρός (Athanasiadis-N)
  • ② gaunt, lank, haggard (syn αποσκελετωμένος 1, κάτισχνος L, κοκκαλιάρικος, πετσί και κόκκαλο):
    • αποστεωμένο πρόσωπο pinched features |
    • χλωμή και αποστεωμένη |
    • γριές μάγισσες, ξεδοντιασμένες, τεντώνουν για να σας σταματήσουν ένα αποστεωμένο χέρι μούμιας (Ouranis) |
    • στο αποστεωμένο σώμα του άντρα στενάζει ο μόχθος της δουλειάς (Glezos) |
    • ο Iερώνυμος Σαβοναρόλας, ο ~ δομινικανός καλόγερος, δυνάστευε τη Φλωρεντία (Venezis) |
    • το άγαλμα αυτό είναι ένας άνθρωπος λιγνός ~ .. με σκαμμένα μάγουλα (Panagiotop) |
    • έτσι ζωγραφίζουν τα γυμνά μέρη των ασκητών με "άσαρκον" αποστεωμένη εμφάνιση (Vacalop)
  • ③ fig set in a conventional form, fixed, hardened, ultraconservative, ossified, petrified (syn απολιθωμένος 2b):
    • αποστεωμένη αρχαιολατρεία, έκφραση |
    • αποστεωμένες συμβάσεις |
    • αποστεωμένα δόγματα, σχήματα |
    • ο Παλαμάς ζητεί την ελληνικότητα, όχι την αποστεωμένη ελληνοπλημία (Chourmouzios) |
    • ήταν ένας άνθρωπος προοδευτικός, απεχθανόταν την αποστεωμένη και μνησίκακη και μισαλλόδοξη συντήρηση (Panagiotop) |
    • αδρή εικόνα κίνησης και ενέργειας, αντίθετη προς την στατικότητα του αποστεωμένου, πεισιθάνατου βυζαντινού κόσμου (Floros) |
    • ο Γ. Bουδαίος κατατρόπωσε και εξαφάνισε στην Γαλλία το αποστεωμένο γένος των νομικών (Kanellop)

[ppp of αποστεώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go