Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστειρωτήρας ο [apostirotíras] Ο2 : συσκευή που χρησιμοποιείται για αποστείρωση.
[λόγ. αποστειρω- (δες αποστειρώνω) -τήρ > -τήρας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστειρωτήρας [apostirotíras] ο, med
- apparatus for sterilizing, sterilizer (syn αποστειρωτής)
[fr kath (neol) αποστειρωτήρ, der of αποστειρώ]



