Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσταθεροποιητικά [apostaθeropiitiká] adv
- in a destabilizing way:
- η εκτροπή των Eνόπλων Δυνάμεων σε μηχανισμό αστυνομεύσεως των πολιτών δρα ~ για τη δημοκρατία
[der of αποσταθεροποιητικός]
- in a destabilizing way:



