Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσταθεροποιητικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταθεροποιητικά [apostaθeropiitiká] adv
  • in a destabilizing way:
    • η εκτροπή των Eνόπλων Δυνάμεων σε μηχανισμό αστυνομεύσεως των πολιτών δρα ~ για τη δημοκρατία

[der of αποσταθεροποιητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go