Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσταγματοποιείο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταγματοποιείο [apostaγmatopiío] το,
  • distill house, distillery (syn αποστακτήριο 2, ποτοποιείο)

[der of απόσταγμα w. -ποιείον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go