Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπερίδα [aposperí∂a] η,
- evening social gathering (syn βεγγέρα, L εσπερίδα):
- τον Eρωτόκριτο γνώριζα από τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες, όπου τον διάβαζαν με μια τραγουδιστή απαγγελία (Kondylakis) |
- πολλές φορές κοιμήθηκα πάνω στα γόνατά της, όταν το βράδυ ερχότανε σπίτι μας γι' ~ (id.) |
- οι γειτόνισσες μας έκαμαν συντροφιά στην ~ μας (Prevelakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποσπερίς, cpd w. εσπερίς]
- evening social gathering (syn βεγγέρα, L εσπερίδα):



