Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπασματικό
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικό [apospazmatikó] το, (L)
  • fragmentary state or nature (syn αποσπασματικότητα):
    • αποδίδει το ~ του σολωμικού έργου στη Zακυνθινή αναμελιά (Melas)

[substantiv. n of αποσπασματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσπασματικός -ή -ό [apospazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μέρος και όχι στο σύνολο, που δεν είναι πλήρης και ολόπλευρος: Έχουμε ελλιπείς πληροφορίες που μας δίνουν μια αποσπασματική εικόνα της κατάστασης. αποσπασματικά ΕΠIΡΡ: H οικονομική κρίση αντιμετωπίζεται πρόχειρα και ~.

[λόγ. αποσπασματ- (απόσπασμα)1 -ικός μτφρδ. γαλλ. fragmentaire]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικός, -ή, -ό [apospazmatikós] (L)
  • fragmentary, partial, piecemeal (near-syn κομματιαστός, τμηματικός):
    • ~ λόγος, στοχασμός |
    • αποσπασματικοί στίχοι |
    • αποσπασματική αφήγηση, έκθεση, επιγραφή, σύνθεση |
    • αποσπασματικές γνώσεις, επιδράσεις, πληροφορίες, φράσεις |
    • αποσπασματικό ανάγλυφο, έργο, κείμενο |
    • η κυβέρνηση δημοσίευσε μόνο αποσπασματικά στοιχεία από την έκθεση |
    • το νομοσχέδιο είναι αποσπασματικό και ατελές |
    • το σύνολο της σολωμικής ποίησης μετά το 1830 έμεινε αποσπασματικό (Spandonidis) |
    • το έργο προσφέρεται για το αποσπασματικό διάβασμα (Chatzinis) |
    • η ομορφιά του καλλιτεχνικού έργου είναι κάτι περισσότερο από την αποσπασματική ομορφιά των μερών του (Andronikos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσπασματικός, der of απόσπασμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσπασματικότητα η [apospazmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποσπασματικού: H ~ των οικονομικών μέτρων ήταν η βασική αιτία της αποτυχίας τους.

[λόγ. αποσπασματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικότητα [apospazmatikótita] η, (L)
  • fragmentary state or nature (syn αποσπασματικό):
    • η ~ του έργου του ποιητή |
    • η μέθοδος αυτή δίνει συχνά την εντύπωση της αποσπασματικότητας (Varikas) |
    • την ορμητικότητα της κίνησης με δυσκολία μας επιτρέπει να την ανασυνθέσουμε η ~ της μορφής της θεάς (ADelivorias, adapted)

[fr kath (neol) αποσπασματικότης, der of αποσπασματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες