Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσκίρτηση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσκίρτηση η [aposkírtisi] Ο33 : εγκατάλειψη μιας πολιτικής συνήθ. οργάνωσης και μεταπήδηση σε άλλη αντίπαλη: Aναμένονται αποσκιρτήσεις βουλευτών από το κόμμα της αντιπολίτευσης.

[λόγ. αποσκιρτη- (αποσκιρτώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκίρτηση [aposcírtisi] η, (L)
  • separation or secession fr a political (religious etc) group, defection, desertion (syn αποστασία 2, απόσχιση 2b):
    • ~ βουλευτών, οπαδών |
    • ~ από την παράταξη, την καλλιτεχνική ομάδα |
    • την κρίση προκάλεσαν πρόσφατες αποσκιρτήσεις από την κυβέρνηση μελών του κόμματος

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσκίρτησις, der of αποσκιρτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go