Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απορρύπανση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορρύπανση η [aporípansi] Ο33 : η ενέργεια του απορρυπαίνω, η διαδικασία καθαρισμού ενός χώρου από τη ρύπανση: H ~ των ακτών από τις πετρελαιοκηλίδες.

[λόγ. απορρυπαν- (απορρυπαίνω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. depolution]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορρύπανση [aporípansi] η, (L)
  • ① cleaning up of pollution, depollution (ant ρύπανση):
    • ~ της ακτής, της θάλασσας, της πόλης |
    • την εφαρμογή μέτρων για την ~ της ατμοσφαίρας στην Aττική ζήτησε ο πρόεδρος του κόμματος
  • ② fig cleansing, cleaning up, purging:
    • έργο της δικαιοσύνης είναι η ~ του δημόσιου βίου

[fr kath (neol) απορρύπανσις, der of απορρυπαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go