Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απορρύθμιση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορρύθμιση η [aporíθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απορρυθμίζω: H ~ του κινητήρα / της κρατικής μηχανής.

[λόγ. απορρυθμι- (απορρυθμίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déréglement]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορρύθμιση [aporíθmisi] η, (L)
  • disturbance, derangement, unsettlement (near-syn αποδιοργάνωση):
    • η απεργία των υπαλλήλων προκάλεσε την ~ του τραπεζικού συστήματος

[neol, der of απορρυθμίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go