Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απορριπτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορριπτικός -ή -ό [aporiptikós] Ε1 : που δεν εγκρίνει, που απορρίπτει κτ.: H απάντηση στο αίτημα / στην αίτηση / στην πρόταση είναι απορριπτική. || ~ βαθμός, βαθμολογία σε εξετάσεις που δεν ξεπερνά τη βάση. απορριπτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απορρίπ(τω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορριπτικός, -ή, -ό [aporiptikós] (L)
  • causing or expressing rejection, rejective (syn αρνητικός):
    • απορριπτική απόφαση, θέση, ψηφοφορία |
    • διατηρεί στενές σχέσεις με το αραβικό απορριπτικό σκληροπυρηνικό μέτωπο |
    • απορριπτικές των ελληνικών αιτημάτων είναι οι τεχνικές απαντήσεις του Aμερικανού υπουργού |
    • συνήθισαν μερικοί φιλόσοφοι να εκφέρουν γενικές και απορριπτικές κρίσεις σχετικά με τα πιο θεμελιακά προβλήματα (Lambridi)

[fr kath (neol Koumanoudis) απορριπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go