Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπληθωρισμός ο [apopliθorizmós] Ο17 : (οικον.) η καταπολέμηση του πληθωρισμού με μέτρα και πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση ή στην εξαφάνισή του και στην άρση των δυσμενών συνεπειών του σε μια οικονομία: H νέα νομισματική πολιτική σκοπεύει στον αποπληθωρισμό της οικονομίας.
[λόγ. απο- πληθωρισμός μτφρδ. γαλλ. déflation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπληθωρισμός [apopliθorizmós] ο, (L) econ.
- deflation, disinflation (syn αντιπληθωρισμός, ant πληθωρισμός)
[fr kath (neol) αποπληθωρισμός, cpd w. πληθωρισμός]