Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απομακρυνόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απομακρυνόμενος, -η, -ο [apomakrinómenos] (L)
  • distancing o.s., receding, moving away, withdrawing:
    • ολοένα στρέφω το βλέμμα προς την απομακρυνόμενη ωραία κατοικία (Athanasiadis-N) |
    • η διάσπαση μιας συμμαχίας, ιδίως όταν το απομακρυνόμενο μέλος πλησιάζει την αντίθετη παράταξη, δυναμώνει τους αντίπαλους (Papanoutsos)

[fr kath απομακρυνόμενος, prp mi of απομακρύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go