Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολύμανση η [apolímansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολυμαίνω, η καταστροφή των νοσογόνων μικροβίων· (πρβ. αποστείρωση): Tα ρούχα / τα ιατρικά εργαλεία χρειάζονται ~. Ειδικό συνεργείο για απολυμάνσεις χώρων.
[λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. désinfection]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολύμανση [apolímansi] η, gen απολύμανσης & απολυμάνσεως, (L)
- disinfection, decontamination, disinfestation (syn απομόλυνση):
- ~ από επιδημίες, μύγες |
- κλίβανος απολυμάνσεως |
- να γίνεται ~ της τάξης, που κάποιο παιδί έτυχε ν' αρρωστήσει (Saratsis) |
- η ταινία εγγυάται την ~ της λεκάνης της τουαλέτας (Palaiologos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολύμανσις, der of απολυμαίνω; cf Fr désinfection]
- disinfection, decontamination, disinfestation (syn απομόλυνση):