Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απολυτοποίηση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυτοποίηση [apolitopíisi] η, (L)
  • act or process of making or considering absolute, absolutization:
    • ~ του σχετικού |
    • άκριτη ~ των επιτευγμάτων της επιστημονικής δραστηριότητας |
    • ο φιλοσοφικοϊστορικός δογματισμός οδηγεί στην ~ της ιστορίας (Despotop)

[fr kath (neol) απολυτοποίησις, der of απολυτοποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go