Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απολυταρχικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυταρχικά [apolitar] adv (L) polit
  • in an autocratic or absolutist manner, imperiously (near-syn αυταρχικά, δεσποτικά):
    • ο νεαρός σουλτάνος παρουσιάζεται με την απαραίτητη δύναμη, για να οργανώσει ~ την αυτοκρατορία του (Vacalop) |
    • αφέντευε ~ τα δάση, τα χωράφια, τα βοσκοτόπια (Panagiotop)

[der of απολυταρχικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go