Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολυμαντήριο το [apolimandírio] Ο40 : ο χώρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται οι απολυμάνσεις.
[λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. salle de désinfection]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυμαντήριο [apolimandírio] το, (L)
- sth (apparatus, room, institution etc) used in or for disinfection:
- δημόσιο ~ |
- κάτω από το αυτοκίνητο του απολυμαντήριου τρέχαν πάλι τα μπουγαδόνερα (Myriv)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολυμαντήριον, der of απολυμαίνω w. suff -τήριον]
- sth (apparatus, room, institution etc) used in or for disinfection:



