Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολογιέμαι [apolojéme] & απηλογιέμαι [apilojéme] στη σημ. 1 Ρ10.1β : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. αποκρίνομαι, απαντώ. || λέω. 2. απολογούμαι.
[μσν. απολογ(ούμαι) μεταπλ. -ιέμαι < αρχ. ἀπολογοῦμαι· τροπή [o > i] από τον αόρ. απηλογήθηκα, με “εσωτερική αύξηση” αναλ. προς ρ. που έπαιρναν [i] : αρχ. ἠθέλησα, ἠδυνήθην, εrδον `είδα΄, εrπον - εrπα, επέκτ. σε άλλα ρ.: ήψησα, ήφερα, κατήφερα, ανήμενα και νέος ενεστ. ανημένω, απηλογιέμαι]



