Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολεσθείς -είσα -έν [apolesθís] Ε12γ : (λόγ.) που έχει χαθεί: Aπολεσθέντα αντικείμενα.
[λόγ. μτχ. παθ. αορ. του αρχ. ρ. ἀπόλλυμι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολεσθείς, -είσα, -έν [apolesθís] (L)
- lost (syn απολεσμένος, χαμένος):
- phr ~ στη θάλασσα lost at sea |
- γραφείον απολεσθέντων αντικειμένων lost and found department |
- ο κυβερνήτης και η οικογένειά του φέρονται μεταξύ των απολεσθέντων |
- από τα διασωθέντα έργα και από τα αποσπάσματα των απολεσθέντων φαίνεται η καταπληκτική παραγωγικότης του ανδρός (Theodorakop) |
- πρέπει να ενισχυθεί το νευροφυτικό σύστημα του ατόμου με ξεκουραστικά κατασκευάσματα ώσπου να επανακτήσει τις απολεσθείσες δυνάμεις (Theodorakis) |
- poem ας σπάσουμε τα κλείθρα των πυλών | ο ~ παράδεισος ν' ανοίξει (Athanas)
[fr kath απολεσθείς, aor pass pt of απολλύω]
- lost (syn απολεσμένος, χαμένος):



