Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκτηθείς, -είσα, -έν [apoktiθís] (L)
- acquired, obtained (syn αποκτημένος):
- ανήκει στο ελληνικό κοινό το αποκτηθέν αριστοτέχνημα του Δομηνίκου Θεοτοκοπούλου (Papantoniou) |
- δίδεται η ευκαιρία ανταλλαγής σκέψεων και της αποκτηθείσης πείρας (Tsouderou)
[fr kath αποκτηθείς, aor pass pt of αποκτώ]
- acquired, obtained (syn αποκτημένος):



