Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποκρινόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκρινόμενος, -η, -ο [apokrinómenos] (L)
  • ① answering, responding, replying:
    • ο ποιητής ~ στις μοίρες των τραγουδιών που τον ρωτάνε ζητά τραγούδι χιλιοτραγουδημένο (Chourmouzios, adapted) |
    • ο Παλαμάς ~ στο αίτημα της εποχής του, που διψούσε για το "νέο", έδινε και στον εαυτό του μιαν ικανοποίηση (Chatzinis, adapted)

[fr kath αποκρινόμενος, prp of αποκρίνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go