Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκομματικοποίηση [apokomatikopíisi] η, (L)
- removal of political party influences or divisions (syn αποκομματισμός, ant κομματικοποίηση, κομματισμός):
- επιχειρείται ~ της ομοσπονδίας σωματείων από μια ομάδα
[fr kath (neol) αποκομματικοποίησις, cpd w. κομματικοποίησις]
- removal of political party influences or divisions (syn αποκομματισμός, ant κομματικοποίηση, κομματισμός):



