Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποκολλητής
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκολλητής [apokolitís] ο, (L)
  • one who unglues or detaches (ant κολλητής):
    • μόνο σημείο ζωηρότητας ήταν οι αποκολλητές φωτογραφιών και συνθημάτων

[der of αποκολλώ or cpd w. κολλητής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go