Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκολλητής [apokolitís] ο, (L)
- one who unglues or detaches (ant κολλητής):
- μόνο σημείο ζωηρότητας ήταν οι αποκολλητές φωτογραφιών και συνθημάτων
[der of αποκολλώ or cpd w. κολλητής]
- one who unglues or detaches (ant κολλητής):



