Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποκλιμάκωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκλιμάκωση η [apoklimákosi] Ο33 : βαθμιαία και σταδιακή μείωση της έντασης ή της ευρύτητας των ενεργειών ή των δραστηριοτήτων μου. ANT κλιμάκωση: H παρέμβαση του πρωθυπουργού συντέλεσε στην ~ της κρίσης.

[λόγ. αποκλιμακω- (δες αποκλιμακώνω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. deescalation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκλιμάκωση [apoklimákosi] η, (L)
  • gradual decrease, deescalation (ant κλιμάκωση):
    • ~ της έντασης |
    • ~ του πληθωρισμού στα επίπεδα της EOK (Eυρωπαϊκής Oικονομικής Kοινότητας)

[neol, cpd w. κλιμάκωση or der of αποκλιμακώνω; cf Eng deescalation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go