Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκεφαλισμένος1 [apocefalizménos] ο, (L)
- beheaded person:
- από την καταπακτή κατέβαζαν τα πτώματα των αποκεφαλισμένων στη νεκρική γόνδολα (Ouranis)
[substantiv. m of αποκεφαλισμένος2]
- beheaded person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκεφαλισμένος2, -η, -ο [apocefalizménos] (L)
- beheaded, decapitated (syn αποκεφαλισθείς):
- αποκεφαλισμένο άγαλμα |
- εικόνες με αποκεφαλισμένους αγίους |
- ρίχνει ματιά επάνω στο αποκεφαλισμένο γυμνό κορμί της Γοργόνας (Kanellop) |
- ο γαύρος εμφανίζεται στα λαϊκά εστιατόρια ~ (Potamianos)
[ppp of αποκεφαλίζω]
- beheaded, decapitated (syn αποκεφαλισθείς):



